πανομοιος

πανομοιος
    πανόμοιος
    πᾰν-όμοιος
    эп. πᾰνομοίϊος 2
    совершенно похожий, чрезвычайно сходный
    

(τινι Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "πανομοιος" в других словарях:

  • πανόμοιος — just like masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανόμοιος — α, ο / πανόμοιος, ον, επικ. τ. πανομοίιος, ον, ΝΑ ο εντελώς όμοιος με άλλον, ο καθ όλα όμοιος. επίρρ... πανομοίως Α εντελώς όμοια …   Dictionary of Greek

  • πανόμοιος — α, ο ο όμοιος σε όλα, ίδιος κι απαράλλαχτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πανομοίω — πανόμοιος just like masc/fem/neut nom/voc/acc dual πανόμοιος just like masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανομοίως — πανόμοιος just like adverbial πανόμοιος just like masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανόμοιον — πανόμοιος just like masc/fem acc sg πανόμοιος just like neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανόμοιοι — πανόμοιος just like masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανομοίιον — πανομοίϊον , πανόμοιος just like masc/fem acc sg (epic) πανομοίϊον , πανόμοιος just like neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

  • πανείκελος — ον, Α 1. ο εντελώς όμοιος με κάποιον, πανόμοιος 2. (το ουδ. ως επίρρ.) πανείκελον με εντελώς όμοιο τρόπο, πανόμοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εἴκελος «όμοιος» (πρβλ. θεο είκελος)] …   Dictionary of Greek

  • πανεικέλιος — ον, Α [πανείκελος] πανόμοιος, πανείκελος* …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»